- υπεραποφαντικος
- ὑπεραποφαντικόςὑπερ-αποφαντικός3лог. усиленно-утвердительный Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραποφαντικός — ή, όν, Α αυτός που επιβεβαιώνει κάτι για μια ακόμη φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀποφαντικός «αυτός που αποφαίνεται θετικά»] … Dictionary of Greek